- ἐνεχύρωμα
- ἐνεχῠρ-ωμα, ατος, τό,A = -ασμα, EM706.41 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενεχύρωμα — ἐνεχύρωμα, το (Α) [ενεχυρώ] αυτό που λαμβάνεται ως ενέχυρο, το ενεχύρασμα … Dictionary of Greek